- κατεφυλλορόησε
- καταφυλλοροέωshed the leavesaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφυλλοροώ — καταφυλλοροῶ, έω (Α) 1. ρίχνω τα φύλλα 2. μτφ. χάνω τη λαμπρότητά μου, φθείρομαι («ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν», Πίνδ.) … Dictionary of Greek